κάθεξις

κάθεξις
(-εως) η
1) сдерживание, подавление;

κάθεξις του θύμου — сдерживание гнева;

κάθεξις του βηχός — сдерживание кашля;

2) задержка, задержание;

κάθεξις του πνεύματος — задержка дыхания


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κάθεξις" в других словарях:

  • κάθεξις — holding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέξει — κάθεξις holding fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθέξεϊ , κάθεξις holding fem dat sg (epic) κάθεξις holding fem dat sg (attic ionic) κατέχω hold fast fut ind mid 2nd sg κατέχω hold fast fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέξεις — κάθεξις holding fem nom/voc pl (attic epic) κάθεξις holding fem nom/acc pl (attic) κατέχω hold fast fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθεξιν — κάθεξις holding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθεξη — η (Α κάθεξις) [κατέχω] κράτηση, κράτημα, αναχαίτιση, επίσχεση, συγκρατημός («κάθεξις τοῡ θυμοῡ», Αριστοτ.) αρχ. 1. συγκρατητική ιδιότητα ή ικανότητα 2. κατοχή, διατήρηση …   Dictionary of Greek

  • Катексис — Для улучшения этой статьи желательно?: Дополнить статью (статья слишком короткая либо содержит лишь словарное определение). Викифицировать статью. Катексис (греч. κάθεξις …   Википедия

  • καθέξεως — καθέξεω̆ς , κάθεξις holding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»